- συνεκτικότητα
- [-ης (-ητος)] η1) сила сцепления, сцепление; 2) прочность;
συνεκτικότητα αμύνης — прочность обороны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνεκτικότητα αμύνης — прочность обороны
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνεκτικότητα — η, Ν 1. η ιδιότητα τού συνεκτικού 2. το να είναι κάτι συμπαγές, στερεό 3. φυσ. η ιδιότητα ενός υλικού να διατηρεί τη σταθερότητά του ως αποτέλεσμα τής δράσης εσωτερικών δυνάμεων. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκτικός. Η λ., στον λόγιο τ. συνεκτικότης,… … Dictionary of Greek
συνεκτικότητα — η το να είναι κάτι συνεκτικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κατολίσθηση — Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο μάζες πετρωμάτων ξεκολλούν από τις πλαγιές των ορεινών αναγλύφων και ολισθαίνουν προς τα χαμηλότερα μέρη, επάνω σε ένα υπόβαθρο ολίσθησης, που αποτελείται από τα υποκείμενα πετρώματα. Κ. επίσης ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
Σαρτρ, Ζαν-Πωλ — (Sartre). Γάλλος φιλόσοφος, δοκιμιογράφος και λογοτέχνης (Παρίσι 1905 1980). Είναι, μαζί με το Χάιντεγκερ και το Γιάσπερς, ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος του νεώτερου υπαρξισμού. Γιος μηχανικού, αφού σπούδασε στην Ecole Normale Superieure, έγινε… … Dictionary of Greek
άλειωτος — η, ο [λειώνω] 1. αυτός που δεν έλειωσε ή δεν μπορεί να λειώσει, να διαλυθεί (σε υγρό, με τη θερμότητα κ.λπ.) 2. αυτός που δεν έχασε ή δεν μπορεί να χάσει τη συνεκτικότητα του ύστερα από πίεση, σύνθλιψη κ.λπ. 3. (για ρούχα, παπούτσια, σκεύη κ.λπ.) … Dictionary of Greek
αντοχή — Η δύναμη του υλικού σώματος να αντιστέκεται σε ενέργειες που μπορούν να αλλάξουν τη μορφή ή τη σύστασή του. α., διηλεκτρική. Η διηλεκτρική α. είναι η μέγιστη τιμή της διαφοράς δυναμικού (τάσης), η οποία μπορεί να εφαρμοστεί μεταξύ δύο αγωγών,… … Dictionary of Greek
ασύστατος — και σταγος, η, ο (AM ἀσύστατος, ον) [συνίστημι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει σοβαρότητα, αστήριχτος, αβάσιμος 2. αυτός που δεν έχει φιλική σύσταση εκ μέρους κάποιου φίλου ή γνωρίμου 3. άστατος, ανερμάτιστος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει συνοχή ή… … Dictionary of Greek
γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… … Dictionary of Greek
πλίνθος — Ευρύτατη ποικιλία οικοδομικών υλικών τα οποία κατασκευάζονται από αργιλώδη γη. Γενικότερα είναι γνωστός με την ονομασία τούβλο. Η πρώτη ύλη καθαρίζεται, αναμειγνύεται με νερό, τοποθετείται σε καλούπια, ξεραίνεται και, τέλος, ψήνεται σε ειδικά… … Dictionary of Greek
πολυσουλφόνες — οι, Ν (χημ. τεχνολ.) συνοπτική ονομασία πολυμερών ενώσεων, θερμοπλαστικών πολυμερών, με ικανοποιητικές μηχανικές ιδιότητες, όπως συνεκτικότητα, δυσκαμψία κ.ά., που επιδέχονται περαιτέρω βελτίωση με προσθήκη πληρωτικών υλικών, υαλοβάμβακα ή… … Dictionary of Greek
συνεκτικός — ή, ό / συνεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνέχω] 1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την δύναμη να συνέχει, να συγκρατεί 2. φρ. «συνεκτικό αίτιο» (στη στωική φιλοσ.) κύριο, αποτελεσματικό, δραστικό αίτιο, σε αντιδιαστολή προς το συναίτιο νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek